Κυστεις/Συρίγγια πλάγιας τραχηλικής χώρας
(Βραγχιακές κύστεις/συρρίγια)
Δημιουργούνται από την ανικανότητα σύγκλεισης των φαρυγγοβραγχιακών πόρων κατά τη διάρκεια της εμβρυικής εξέλιξης. Συνήθως, εμφανίζονται σε προχωρημένη παιδική ηλικία ή σε νεαρούς ενήλικες όταν οι κυστεις επιμολύνονται σε μία λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού.
Την 4η εβδομάδα της κύησης επιτελείται η «κάμψη» του εμβρύου και κάποια ομάδα κυττάρων της λεγόμενης νευρικής ακρολοφίας του εμβρύου μεταναστεύουν στην περιοχή της μελλοντικής κεφαλής και τραχήλου και σχηματίζονται έτσι 6 ζεύγη των βραγχιακών τόξων και ισάριθμων σχισμών. Κάθε τόξο περιέχει βραγχιακή αρτηρία, νεύρο και χόνδρο και με τα περιέχοντά του στοιχεία συμμετέχει στο σχηματισμό των μελλοντικών ανατομικών δομών του τραχήλου. To 1ο τόξο σχηματίζει την κάτω γνάθο και τμήμα της άνω γνάθου καθώς και δομές του έσω ωτός. Από το 2ο βραγχιακό τόξο σχηματίζονται οι αμυγδαλές. Ο 3ος σχηματίζει το θύμο και τους κάτω παραθυρεοειδείς αδένες. Ο 4ος είναι υπεύθυνος για τα άνω παραθυρεοειδικά σωμάτια.
Η διαφοροποίηση τελέιται μεταξύ της 4ης και της 8ης εβδομάδας της εμβρυϊκής ανάπτυξης στην περιοχή του φάρυγγα.
Πιο συχνές ανωμαλίες είναι αυτές της 2ης βραγχιακής σχισμής και ακολουθούν της 1ης ενώ εξαιρετικά σπάνιες της 3-4ης σχισμής. Έχουν τη μορφή κύστεων, κόλπων ή συριγγίων. Οι κύστεις επενδύονται από επιθήλιο και είναι κλειστές. Οι κόλποι μπορεί να επικοινωνούν είτε προς το δέρμα είτε προς τον φάρυγγα. Αν το άνοιγμα είναι προς το δέρμα, η διάγνωση γίνεται σε παιδική ηλικία. Αν το άνοιγμα είναι προς το φάρυγγα ή δεν υπάρχει, η διάγνωση καθυστερεί ως και την ενήλικη ζωή. Τα συρίγγια φέρνουν σε επικοινωνία το δέρμα του τραχήλου με το φάρυγγα σαν ένα τούνελ.
Το συρίγγιο στην πλάγια τραχηλική χώρα είναι αισθητό μέσω ενός μικρού ανοίγματος στο μπροστινό άκρο του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός στην πλευρά του λαιμού, από τον οποίο μπορεί να ρέει γαλακτώδης ή πυώδης έκκριση. Εάν ο (συγγενής) αγωγός δεν έχει άνοιγμα δέρματος προς τα έξω, ένα ελαστικό πρήξιμο μπορεί συνήθως να αναπτυχθεί σχετικά γρήγορα στην παιδική ηλικία ή στην αρχή της ενηλικίωσης, η πλευρική αυχενική κύστη, η οποία συχνά φτάνει σε μέγεθος μεγαλύτερο από 4 cm. Στη συνέχεια, μπορεί να γίνει αισθητός μπροστά από τον στερνοκλειδοδοματοειδή μυ και είναι συνήθως ορατός.
Ένα πρώτο σύμπτωμα κύστης είναι ένα οίδημα στην τραχηλική χώρα. Μπορεί να είναι ψηλαφητή ή ορατή. Μια κύστη μπορεί να διευρυνθεί και να φλεγμαίνει. Η περιοχή του λαιμού μπορεί να γίνει κόκκινη και μπορεί επίσης να υπάρχει πυρετός. Εάν το υγρό σε μια κύστη παροχετεύεται μέσω μιας μικρής σύνδεσης με την επιφάνεια του δέρματος, αναπτύσσεται ένα συρίγγιο.
Μπορεί να συμβεί ότι οι πλευρικές κύστεις έχουν σύνδεση με την αμυγδαλή στον οροφάρυγγα. Εάν συμβαίνει αυτό, η κύστη με πονόλαιμο μπορεί να διογκωθεί σοβαρά και να διευρυνθεί οδυνηρά. Βακτηριακές λοιμώξεις στο λαιμό μπορούν να εξαπλωθούν στην κύστη και μπορεί να συμβεί αποστηματοποίηση, πυρετό και δυσκολία στην κατάποση.
Ανωμαλίες 1ης βραγχιακής σχισμής
Αποτελούν <1% όλων των βραγχιογενών ανωμαλιών και συνήθως εμφανίζονται στο πρόσωπο κοντά στο ωτικό πτερύγιο. Υπάρχουν δύο υπότυποι:
Υπότυπος I: Είναι ανωμαλίες αντιγραφής του εξωτερικού καναλιού και αποτελούνται
από εκτοδερμικά προερχόμενο ιστό. Μπορούν να διέρχονται μέσα από την παρωτίδα και κοντά στο προσωπικό νεύρο.
Δεν πρέπει να συγχέονται με τα προωτιαία βοθρία (άλλης εμβρυολογικής αρχής-αποτυχία σύγκλεισης των ωτιαίων ογκωμάτων).
Η κλινική τους εμφάνιση συνήθως αφορά ευπίεστες ανώδυνες μάζες, εκτός αν επιμολυνθούν. Ενδεχομένως να παρουσιάζονται ως ωτόρροια (υγρό από το αυτί) αν υπάρχει παροχετευτικό συρίγγιο στον ακουστικό πόρο.
Υπότυπος ΙΙ: μπορούν να έχουν περιεχόμενο εκτοδερμικού και μεσοδερμικού ιστού. Εμφανίζονται συνήθως κάτω από τη γωνία της γνάθου, διασχίζουν την παρωτίδα με στενή συσχέτιση στο προσωπικό νεύρο και καταλήγουν είτε στον εσωτερικό είτε στον εξωτερικό ακουστικό πόρο.
Ανωμαλίες 2ης βραγχιακής σχισμής
Είναι οι συχνότερες. Εμφανίζονται ως διακριτικές στρογγυλές μάζες πίσω από τη γωνία της κάτω γνάθου και στο πρόσθιο όριο του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός. Η πιθανή οδός σύνδεσης περνά βαθιά στις δομές του 2ου βραγχιακού τόξου (εξωτερική καρωτιδική αρτηρία,στυλουοειδής και διγάστορας μυς) και επιφανειακά σε παράγωγα του 3ου βραγχιακού τόξου (Πχ. η έσω καρωτίδα) που καταλήγει στην αμυγδαλική χώρα.
Ανωμαλίες της 3ης και 4ης βραγχιακής σχισμής
Εμφανίζονται στο πρόσθιο όριο του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός και χαμηλότερα στον τράχηλο από αυτές του ου και 2ου βραγχιακού τόξου.
Οι βραγχιακές κύστεις του 3ου τόξου συνδέονται στο βάθος με δομές απορρέουσες από αυτό (πχ. γλωσσοφαρυγγικό νεύρο και έσω καρωτίδα) και πιο επιφανειακά με δομές απορρέουσες από το 4ο βραγχιακό τόξο (πχ. πνευμονογαστρικό νεύρο)
Αυτές οι ανωμαλίες αταλήγουν στο φάρυγγα στο ύψος της θυρουοειδούς μεμβράνης ή στον απιοειδή κόλπο.
Θεραπεία
Στόχος η ριζική εκτομή με διαφύλαξη όλων των πέριξ δομών. Σε περίπτωση κύστης γίνεται εγκάρσια τραχηλική τομή πάνω από την κύστη. Σε περίπτωση συριγγίου σκόπιμη είναι η επισήμανση του συριγγίου συνήθως με κυανούν του μεθυλενίου. Αν η πορεία του συριγγίου είναι μακρά, χρειάζεται δεύτερη τομή κεντρικότερα της πρώτης.
Κατά τη θεραπεία των τραχηλικών κύστεων, ο στόχος είναι η πλήρης χειρουργική αφαίρεση, καθώς οι κύστεις δεν εξαφανίζονται μόνες τους και μπορεί να εμφανιστεί φλεγμονή ανά πάσα στιγμή. Μια εξέταση θυρεοειδούς πρέπει να πραγματοποιείται πριν από μια επέμβαση για να διασφαλιστεί ότι κανένας μη επεξεργασμένος θυρεοειδής ιστός τραυματίζεται ή αφαιρείται κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Στην περίπτωση κύστεων που έχουν σύνδεση με τις φαρυγγικές αμυγδαλές, οι αμυγδαλές πρέπει επίσης να αφαιρεθούν (βλ. Επίσης: Αφαίρεση αμυγδαλών).
Η επέμβαση πραγματοποιείται με γενική αναισθησία. Όλα τα νεύρα και τα αγγεία στη χειρουργική περιοχή αποφεύγονται προσεκτικά, ώστε να αποφευχθεί η μετεγχειρητική επακόλουθη βλάβη.
Η χειρουργική επέμβαση για μια κύστη μπορεί να διαρκέσει από 30 έως 90 λεπτά. Μια δεύτερη επέμβαση, η οποία μπορεί να είναι απαραίτητη λόγω επαναλαμβανόμενων κύστεων, αποτελεί εξαίρεση και μπορεί να διαρκέσει περισσότερο χρόνο. | |
Η διάρκεια της παραμονής στην κλινική μπορεί να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την έκταση της επέμβασης και τις επιπλοκές μετά την επέμβαση, συνήθως απαιτούνται 1-2 ημέρες. | |
Η ανάρρωση απαιτεί χρόνο 10-14 ημέρες. Η αφαίρεση των ραμμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί περίπου μετά από 10 ημέρες. | |
Επάνοδος στην εργασία μετά από 10 ημέρες. | |
Εάν συμμετέχετε σε αθλήματα ή είστε σωματικά ενεργοί, θα πρέπει να περιμένετε 2 εβδομάδες για να συνεχίσετε αυτές τις δραστηριότητες. Δώστε στον εαυτό σας χρόνο για να επουλωθείτε για να επωφεληθείτε στο έπακρο από τη διαδικασία. | |
Είστε έτοιμοι για κάθε είδους κοινωνικής δραστηριότητα μετά από 7 ημέρες περίπου |
Η επανεμφάνιση κύστης μετά από εγχείρηση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, εάν έχει αφαιρεθεί ολόκληρη η κύστη (με οποιοδήποτε συρίγγιο που έχει εμφανιστεί), οι πιθανότητες να μη δημιουργηθεί άλλη κύστη είναι καλύτερες από ότι εάν μέρος της παραμείνει στο σώμα. Διαφορετικά, δεν απαιτείται περαιτέρω φροντίδα παρακολούθησης για χειρουργικές αφαιρεθείσες κύστεις.
Μπορούν οι τραχηλικές κύστες να είναι καρκινικές;
Συνήθως, οι κύστεις αυτές είναι ακίνδυνες.
Στην περίπτωση πλευρικών κύστεων, που μπορεί να προκύψουν από διευρυμένους λεμφαδένες, μπορεί να εμφανιστεί ότι αναπτύσσεται καρκίνος λεμφαδένα (λέμφωμα) σε αυτόν τον λεμφαδένα. Αυτά τα κακοήθη κύτταρα μεταναστεύουν μέσω άλλων όγκων στον εγκέφαλο ή στην περιοχή του λαιμού και συλλέγονται εκεί. Οι άμεσοι όγκοι μιας πλευρικής τραχηλικής κύστης είναι εξαιρετικά σπάνιοι.
Ο κίνδυνος εξαλλαγής από μια πλευρική τραχηλική κύστη είναι υψηλότερος από ό, τι από μια μεσαία. Η κύστη μπορεί να τρυπηθεί και το αφαιρεθέν υγρό ή ιστός να εξεταστεί για κακοήθεις εξεργασίες.