Η ηβοφωνία είναι μια σπάνια διαταραχή, στην οποία ο ασθενής εκδηλώνει υψηλότερη φωνή από άλλους της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Παρατηρείται και στα δύο φύλα αλλά σε μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίζεται στα αγόρια.
Κατά την φυσιολογική ανάπτυξη, ο λάρυγγας των αγοριών αναπτύσσεται από την αρχή της εφηβείας εως τα 17 έτη όπου και λαμβάνει τις διαστάσεις ενός ενήλικου. Οι φωνητικές χορδές σχεδόν διπλασιάζονται σε μέγεθος με αποτέλεσμα η φωνή να αποκτά χαμηλότερες συχνότητες (γύρω στα 125 Hz) και να ακούγεται μπάσα. Αντίστοιχα η φωνή των κοριτσιών κατά την ενήλικη ζωή κυμαίνεται σε υψηλές συχνότητες (γύρω στα 225 Hz ) με αποτέλεσμα να ακούγεται ψιλή.
Σε περιπτώσεις ηβηφωνίας οι συχνότητες της φωνής είναι τόσο υψηλές που φτάνουν τα 270 Hz προκαλώντας ένα πολύ υψηλό τόνο φωνής. Ωστόσο μια πολύ ψιλή φωνή στις γυναίκες είναι περισσότερο αποδεκτό κοινωνικά και μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαριτωμένη. Αντιθέτως η πολύ ψιλή φωνή σε έναν άντρα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του και στην αυτοπεποίθησή του, καθώς τον κάνει να ακούγεται θηλυπρεπής.
Κατά την εφηβεία μπορεί να εμφανιστεί μια παθολογική μεταφορά του ύψους της φωνής στα αγόρια. Η φωνή κυμαίνεται ανάμεσα στους υψηλούς τόνους της παιδικής φωνής και τους μπάσους της ανδρικής χωρίς να σταθεροποιείται.
Το αιτιολογικό υπόβαθρο μπορεί να βρίσκεται στη δυσαρμονικη ανάπτυξη των οργάνων που μπορεί να συμβεί σ’ αυτή την ηλικία. Ο σκελετός του λάρυγγα μπορεί να έχει παραμείνει „παιδικός“ και οι μύες του λάρυγγα να μην είναι έτοιμοι να δεχθούν τις ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν στον οργανισμό του εφήβου.
Η ηβηφωνία στους άντρες μπορεί να είναι καθολική, δηλαδή να εκδηλώνεται σε κάθε περίπτωση ομιλίας και ο ενήλικας να έχει την φωνή ενός παιδιού. Ορισμένες φορές στους άντρες με ηβηφωνία μπορεί να υπάρχουν απότομες εναλλαγές ψιλής φωνής και μπάσας φωνής με αποτέλεσμα να προκαλείται φάλτσο κατά την διάρκεια της ομιλίας τους. Σε κάθε περίπτωση η ηβηφωνία συνοδεύεται με ένταση και πόνο στην περιοχή του λαιμού καθώς η δύναμη που ασκείται στον λάρυγγα είναι πολύ μεγάλη.
Γενικότερα θεωρείται ότι η συγκεκριμένη διαταραχή είναι πολυπαραγοντική και διαφοροποιείται στον εκάστοτε ασθενή.
Εκτός από τον αντίκτυπο στη φωνή του ασθενούς, η ηβηφωνία έχει επίσης αντίκτυπο στην ψυχοκοινωνική της διάσταση. Στα πλάισια της θεραπευτικής προσέγγισης θα πρέπει αρχικά να αποκλειστούν μέσω πιθανές οργανικές αιτίες που επηρεάζουν την συχνότητα που εκπέμπει η φωνή. Επίσης θα πρέπει να αποκλειστούν και τυχόν ενδοκρινολογικές και ορμονικές διαταραχές που επίσης επηρεάζουν δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου, όπως η φωνή.
Η φωνοθεραπεία έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Σε ασθενείς που η φωνοθεραπεία δεν επιφέρει αποτελέσματα ή ασθενείς που δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν συνεδρίες φωνοθεραπείας, απαιτείται χειρουργική προσέγγιση με θυρεοπλαστική κατα Isshiki τύπου ΙΙΙ. Με αυτή την τεχνική επιτυγχάνεται χαλάρωση και το να γίνει η φωνή πιο βαθειά.
Η προσπέλαση γίνεται από τα πλάγια του θυρεοειδούς χόνδρου και αφαιρείται ένα τμήμα χόνδορυ 2-5mm. Η θυροπλαστική τύπου III είναι πολύ αποτελεσματική σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτή η μέθοδος είναι επίσης ασφαλής και αποτελεσματική. Γίνεται με τοπική αναισθησία ενώ συντονίζεται η συχνότητα στο χειρουργικό τραπέζι ενώ το άτομο είναι ξύπνιο και μιλάει.