Οι αιτίες και η ακριβής ανάπτυξη των ρινικών πολύποδων δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Οι ρινικοί πολύποδες εμφανίζονται συχνά σε σχέση με τη δυσανεξία στo ακετυλοσαλικυλικο οξύ (ασπιρίνη).
Τα συμπτώματα της ρινικής πολυπoδίασης συνήθως εκφράζονται από βαθμιαία απώλεια της ικανότητας της όσφρησης και από σταδιακή ρινική απόφραξη.
Οι ρινικοί πολύποδες μπορούν να συνυπάρχουν από σκολιωμένο ρινικό διάφραγμα και μεγεθυσμένες ρινικές κόγχες.
Οι ρινικοί πολύποδες είναι μία καλοήθης υπερανάπτυξη των ιστών του ρινικού βλεννογόνου. Εμφανίζονται στους παραρρίνιους κόλπους και αναπτύσσονται από εκεί στην κύρια ρινική κοιλότητα. Οι ηθμοειδείς κόλποι και ο σφηνοειδής κόλπος ειδικότερα είναι προδιατεθειμένοι για το σχηματισμό πολύποδων. Μερικές φορές βρίσκονται επίσης στην περιοχή της σύνδεσης του πρόσθιου ηθμοειδούς με το ιγμόρειο στην περιοχή του μέσου ρινικού πόρου λόγω της στενής ανατομικής συσχέτισης της περιοχής.
Οι ρινικοί πολύποδες αποτελούνται από μαλακό, γεμάτο με υγρό (οιδηματώδη) συνδετικό ιστό και εμφανίζονται σχεδόν πάντα και στις δύο πλευρές. Συνήθως είναι λείοι, έχουν γκριζωπό ροζ ή μελί χρώμα και αναπτύσσονται σε σχήμα σταγόνας που πορεξέχει από το βλεννογόνο, μπορούν επίσης να επεκταθούν επιπέδως. Μπορούν να ποικίλουν ευρέως σε μέγεθος – από μερικά χιλιοστά έως έντονα σχήματα αρκετών εκατοστών που φράζουν εντελώς τη ρινική κοιλότητα.
Ανάλογα με την έκταση, ο ασθενής πάσχει κυρίως από μειωμένη ρινική αναπνοή και τις συνέπειές της. Η μύτη δεν μπορεί πλέον να εκτελεί σωστά τα σημαντικά καθήκοντά της – καθαρισμός, υγρασία και θέρμανση του αέρα που αναπνέουμε. Ο ασθενής καταλήγει να αναπνέει από το στόμα. Αυτό επιτρέπει στα παθογόνα να διεισδύσουν ανεμπόδιστα στους αεραγωγούς και να προκαλέσουν ερεθισμό και φλεγμονή στο λαιμό (φαρυγγίτιδα), τον λάρυγγα (λαρυγγίτιδα) ή τους βρόγχους (βρογχίτιδα).
Συχνά ο βλεννογόνος είναι επιρρεπής στην ανάπτυξη ρινικών πολυπόδων λόγω κληρονομικών χαρακτηριστικών, για παράδειγμα στην περίπτωση χρόνιας φλεγμονής. Το πρόβλημα εμφανίζεται επίσης συχνότερα σε πάσχοντες από αλλεργίες, ασθματικούς, ασθενείς με δυσανεξία σε αναλγητικά και σε ασθενείς με κυστική ίνωση.
Ένα εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και εξωτερικά ερεθίσματα, όπως η συνεχής έκθεση σε χημικές ουσίες ή ξηρό αέρα στο χώρο εργασίας μπορεί να παίξει ρόλο στην ανάπτυξη ρινικών πολυπόδων. Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ έχει τουλάχιστον αρνητικό αντίκτυπο στο ποσοστό υποτροπής μετά από μια επέμβαση.
Οι ασθματικοί πάσχουν από ρινικούς πολύποδες περισσότερο από τον μέσο όρο – συνολικά, το βρογχικό άσθμα είναι παρόν στο 20 έως 40% αυτών που πάσχουν. 6-15% των ασθενών που πάσχουν από αναλγητική δυσανεξία επηρεάζονται επίσης και από ρινικούς πολύποδες. Προφανώς υπάρχει επίσης μια άμεση σχέση μεταξύ της εμφάνισης άσθματος, πολύποδων και της δυσανεξίας σε ορισμένα παυσίπονα, η οποία είναι γνωστή ως τριάδα Samter ή τριάδα ασπιρίνης.
Οι άνδρες πάσχουν δύο φορές συχνότερα από τις γυναίκες. Οι ρινικοί πολύποδες μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζονται μετά την ηλικία των 30 ετών.
Ένας σπάνιος τύπος ρινικού πολύποδα είναι ο μονήρης χοανοπολύποδας. Σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς ρινικούς πολύποδες, συνήθως αναπτύσσεται από τη μία πλευρά του ιγμορείου. Το κυστικό του τμήμα εγκαθίσταται εκεί και μεγαλώνει πάνω από ένα μακρύ μίσχο μέσω της γνάθου που εκβάλλει στη ρινική κοιλότητα, όπου εξελίσσεται σε πραγματικό πολύποδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ρινική αναπνοή του ασθενούς αποκλείεται εντελώς από τη μία πλευρά και τα ανοίγματα των ευσταχιανών σαλπίγγων είναι επίσης κλειστά, γεγονός που οδηγεί σε μονόπλευρες λοιμώξεις του αυτιού στο προσβεβλημένο άτομο. Ένας χοανο-πολύποδας πρέπει να αφαιρεθεί χειρουργικά, οπότε είναι σημαντικό να μην παραμείνουν τμήματα του μίσχου στο ιγμόρειο άντρο, διαφορετικά υπάρχει αυξημένος κίνδυνος επανεμφάνισης του πολύποδα (υποτροπή).
Τα παιδιά που εμφανίζουν ρινικούς πολύποδες σχεδόν αποκλειστικά πάσχουν από τη μεταβολική νόσο της κυστικής ίνωσης. Η φαρυγγική αμυγδαλή (αδενοειδής), η οποία συχνά αναφέρεται ως «πολύποδες» ή „κρεατάκια“ και συχνά προκαλεί προβλήματα στα παιδιά (ανάπτυξη φαρυγγικής αμυγδαλής), δεν έχει καμία σχέση με τους πραγματικούς πολύποδες!
Θεραπεία των ρινικών πολύποδων
Η θεραπεία των ρινικών πολύποδων πραγματοποιείται πρώτα με φαρμακευτική αγωγή, αναλόγως και με το αιτιολογικό υπόβαθρο. Η τοπική θεραπεία με κορτικοστεροειδή με τη μορφή ρινικού σπρέι μπορεί να οδηγήσει στην υποχώρηση των ρινικών πολυπόδων. Το ρινικό εκνέφωμα πρέπει να χρησιμοποιείται τακτικά για περίοδο τουλάχιστον 3 έως 4 εβδομάδων. Δυστυχώς, αυτή η θεραπεία δεν είναι πάντα επιτυχής.
Εάν η φαρμακευτική θεραπεία δεν έχει δείξει την επιθυμητή επιτυχία, απαιτείται χειρουργική προσπέλαση μέσω της λειτουργικής ενδοσκοπικής μεθόδου (FESS). Οι ρινικοί πολύποδες αφαιρούνται εντελώς από τους κύριους και τους παραρρινικούς κόλπους και εξετάζονται ιστολογικά.
Οι ίδιοι οι ρινικοί πολύποδες είναι αρχικά αρκετά ακίνδυνοι και δεν προκαλούν ενόχληση στον ασθενή στα αρχικά στάδια. Ωστόσο, καθώς μεγαλώνουν εμποδίζουν τη ρινική αναπνοή, πράμα που μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες έως σοβαρές επιπλοκές. Εάν η μύτη δεν μπορεί πλέον να εκτελέσει το σημαντικό καθήκον της καθαρισμού και υγρασίας του αέρα, τα παθογόνα μπορούν να διεισδύσουν ανεμπόδιστα στους άνω αεραγωγούς και να οδηγήσουν σε επίμονες λοιμώξεις όπως χρόνια βρογχίτιδα ή βρογχικό άσθμα.
Οι πολύποδες, που προτιμούν να εγκατασταθούν γύρω από τα στόμια των κόλπων, κλείνουν αυτά τα μικρά ανοίγματα και εμποδίζουν εκεί τη ρινική έκκριση, γεγονός που οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες φλεγμονές στους παραρρινικούς κόλπους (χρόνια παραρρινοκολπίτιδα). Αυτό δημιουργεί έναν πραγματικό φαύλο κύκλο επειδή οι φλεγμονές με τη σειρά τους ευνοούν την ανάπτυξη πολύποδων.
Σοβαρές επιπλοκές απειλούν εάν η λοίμωξη του κόλπου εξαπλωθεί στον περιβάλλοντα ιστό. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι επικίνδυνη φλεγμονή του οφθαλμικού κόγχου, των μηνίγγων (μηνιγγίτιδα) ή του εγκεφάλου (εγκεφαλίτιδα).