Η πτώση του άνω βλεφάρου που χρειάζεται θεραπεία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το άνω βλέφαρο έχει χαμηλότερη θέση σε σχέση με το φυσιολογικό με αποτέλεσμα να καλύπτει εν μέρει την κόρη και εμποδίζει την όραση. Μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Σε επίκτητη πτώση άνω βλεφάρου απαιτείται οφθαλμολογική και νευρολογική διευκρίνιση της αιτίας.
Η αιτία μπορεί να είναι η διάταση των λεπτών ινών τένοντα που συνδέει τον ανελκτήρα μυ με το βλέφαρο. Αναγκαία είναι η εκτίμηση της λειτουργίας ανύψωσης του άνωβλεφάρου. Ένας όγκος στην πορεία της νευρικής οδού, ένας τραυματισμός στα «συμπαθητικά» νεύρα από χειρουργική επέμβαση θυρεοειδούς και άλλα οξέα συμβάντα ή χρόνιες διεργασίες έξω από το βλέφαρο μπορεί να είναι άλλες αιτίες.
Σε περίπτωση πτώσης επίκτητης αιτιολογίας που το αίτιο εντοπίζεται στον ίδιο τον μυ του ανελκυστήρα των βλεφάρων, γίνεται σύντμηση του ανελκτήρα μυός και στερέωση του στο κάτω άκρο του βλεφάρου. Με τη μονομερή πτώση υπάρχει ο κίνδυνος το αποτέλεσμα να μην είναι πάντα συμμετρικό. Η δυσκολία έγκειται στην εκτίμηση της έκτασης της διόρθωσης κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Η ένεση του τοπικού αναισθητικού και η χειρουργική πρόσβαση στον μυ του ανελκυστήρα παρεμβαίνουν στη λειτουργία ανύψωσης των βλεφάρων που πρέπει να διορθωθεί. Επομένως, η απαραίτητη διόρθωση δεν μπορεί να είναι “προσαρμοσμένη” με απόλυτη βεβαιότητα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Το αποτέλεσμα πρέπει να ελεγχθεί και, εάν είναι απαραίτητο, να βελτιωθεί την επόμενη μέρα.Μπορεί επίσης να συνδυαστεί με άλλες επεμβάσεις, όπως βλεφαροπλαστική ή ανύψωση οφρύος. Οι δυνατότητες μπορούν να συζητηθούν λεπτομερώς έτσι ώστε ο ασθενής να είναι σε θέση να λάβει μία ορθή απόφαση.
Σε περίπτωση συγγενούς αιτιολογίας οι δύο τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι η ανάρτηση του μετωπιαίου μυός ή ειδάλλως η σύντμηση του ανελκτήρα του βλεφάρου.